ἀρχιερατεύειν

ἀρχιερατεύειν
ἀρχιερατεύω
to be high-priest
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Βησσαρίων — Όνομα λόγιων κληρικών. 1. Βυζαντινός θεολόγος, καρδινάλιος και διάσημος ουμανιστής των χρόνων της Αναγέννησης (Τραπεζούντα 1395 – Ραβένα 1472). Σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα στη σχολή του Πλήθωνα στον Μιστρά. Η μαθητεία του κοντά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”